- ὑπερδεής
- ὑπερ - δεής, ές, acc. ὑπερδέᾶ (for -δεέα): having very scanty forces, Il. 17.330†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑπερδεής — above all fear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek
ὑπερδεᾶ — ὑπερδεής above all fear neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ὑπερδεής above all fear masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεέα — ὑπερδεής above all fear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑπερδεής above all fear masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεοῦς — ὑπερδεής above all fear masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδέα — ὑπερδεής above all fear masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek